- ὀφιοκτόνος
- ὀφιοκτόνοςserpent-killermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφιοκτόνος — ὀφιοκτόνος, ον (ΑΜ) αυτός που σκοτώνει τα φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek
ὀφιοκτόνοι — ὀφιοκτόνος serpent killer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοκτόνον — ὀφιοκτόνος serpent killer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφιοκτόνους — ὀφιοκτόνος serpent killer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… … Dictionary of Greek
ՕՁԱՍՊԱՆ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 1026 Chronological Sequence: 12c ա. ὁφιοκτόνος serpentum interfector. Սպանօղ օձի. *Օձասպան արագիլ դու արդար. Շ. տաղ հռիփս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)